βροντώδης

βροντώδης
ης, ωδές громовой, громоподобный, оглушительный;

§ βροντώδης υδράργυρος — гремучая ртуть


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βροντώδης" в других словарях:

  • βροντώδης — like thunder masc/fem acc pl (attic epic doric) βροντώδης like thunder masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βροντώδης like thunder masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντώδης — ες (Μ βροντώδης, ες) [βροντή] βροντερός …   Dictionary of Greek

  • βροντώδης — ης, ες γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο βροντερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντώδης υδράργυρος — Βροντώδες άλας. Οι χημικές αντιδράσεις για την παρασκευή του β.υ. είναι πολύπλοκες· ξεκινούν από την οξείδωση της αιθυλικής αλκοόλης που σχηματίζει ακεταλδεΰδη και καταλήγουν στον σχηματισμό HON=C, που είναι εξαιρετικά ασταθής ένωση και, αν… …   Dictionary of Greek

  • βροντώδει — βροντώδης like thunder masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βροντώδης like thunder masc/fem/neut dat sg βροντώδεϊ , βροντώδης like thunder dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντώδη — βροντώδης like thunder neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βροντώδης like thunder masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βροντώδης like thunder masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντῶδες — βροντώδης like thunder masc/fem voc sg βροντώδης like thunder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντώδεις — βροντώδης like thunder masc/fem acc pl βροντώδης like thunder masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτικά — Εκρηκτικές ύλες που σχηματίζονται από άλατα του κροτικού ή βροντώδους οξέος· πρόκειται για μια βλεννώδη και πολύ ασταθή οργανική ένωση, με χημικό τύπο CNOH, η οποία είναι γνωστή μόνο σε διαλύματα. Τα κ. που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»